76
–
Τι κοιτάζεις, μωρέ, αυτού;
–
Αχ! τη μπογάτσα, αφέντη μου!
–
Σ’ αρέσει το λοιπόν η φρέσκια μπογάτσα;
Ο αχθοφόρος δεν απήντησεν, αλλά προσείδε μόνον τον αστυνόμον. Και το βλέμμα
του εκείνο ήτο δίωρος κοινοβουλευτική ρητορεία.
–
Κόψ’ του ένα κομμάτι! διέταξεν ο οικτίρμων δημόσιος λειτουργός τον οπτανέα*.
Δος του να φάη του κακομοίρη!
–
Αμ’ ένα κομμάτι μοναχά, αφεντικούλη μου; Τι να το κάμω ένα κομμάτι;
–
Μα πόσο θέλεις το λοιπόν; Μη θες να τη φας ολάκερη;
–
Την τρώγω, αφέντη μου, υπέλαβε μετριοφρόνως ο γυμνήτης*, και υλάκτει*, ως λέει
ο Όμηρος, ο στόμαχός του εξ αγαλλιάσεως.
–
Κι αν δεν τη φας;
–
Αν δεν τη φάω... φτύσε με, αφέντη μου.
* οπτανεύς/οπτανέας = ψήστης
* γυμνήτης = α. αυτός που δεν φορά πολλά ρούχα, β. αυτός που στερείται τις απολαύσεις
* υλάκτει = γαύγιζε
Να μετατρέψετε τον παρακάτω ευθύ λόγο (τον διάλογο) σε πλάγιο (αφηγηματοποιημένο
λόγο), από το απόσπασμα του Γιώργου Θεοτοκά «Αργώ».
Ο Παπασίδερος βάδισε μονομιάς καταπάνω του. Το βλέμμα του γυάλιζε μες στο
ημίφως. Ήτανε πολύ νευριασμένος κι έμοιαζε απειλητικός.
–
Τι θες εδώ; ρώτησε βίαια.
–
Θέλω γράμματα! αποκρίθηκε ο μικρός αυθόρμητα, μηχανικά, χωρίς να σκεφτεί τι
έλεγε, με το ίδιο πάντα αφαιρεμένο και παράξενο ύφος.
–
Γιατί έφυγες, μωρέ, από το σπίτι σου;
–
Θέλω γράμματα! ξανάπε το παιδί.