104
Να διαβάσετε πάλι το κείμενο του Μ. Ανδρόνικου με τίτλο «Η προστασία του
περιβάλλοντος» (σσ. 49-52) και να αναζητήσετε σε αυτό στοιχεία και χαρακτηριστικά που το
κατατάσσουν στο αποδεικτικό δοκίμιο.
Να διαβάσετε τα παρακάτω αποσπάσματα κειμένων. Το πρώτο αναφέρεται στην τέχνη
και το δεύτερο στον ρόλο της ποίησης. Να τα κατατάξετε, με βάση τα χαρακτηριστικά τους, σε
ένα από τα είδη του δοκιμίου (αποδεικτικό ή στοχαστικό).
Για να εξηγήσουν το παράξενο αυτό φαινόμενο, μερικοί αισθητικοί -πώς δηλαδή
μπορεί κανείς να δαμάζει τις δυστυχίες, τις συμφορές και τις φρίκες που παρουσιάζουν
σχεδόν πάντα το έπος, το μυθιστόρημα και, κατά κανόνα, η τραγωδία-, έφτασαν να
πουν πως ο θεατής ή ο αναγνώστης, την ώρα που βλέπει ή διαβάζει, αισθάνεται κάποια
ασφάλεια και κάποια υπεροχή απέναντι των τραγικών ηρώων, μακαρίζει τον εαυτό
του που δεν πάσχει όσα δεινά πάσχουν οι δύσμοιροι εκείνοι, κι απ’ αυτό προέρχεται
η ευχαρίστηση και η διασκέδασή του.
Η εξήγηση βρίσκεται αλλού -βρίσκεται σ’ αυτή την ίδια την Τέχνη, στη φύση της,
στην ουσία της ή, αν θέλετε, στο μυστήριό της. Γιατί κι η Τέχνη, όπως τόσα άλλα σ’
αυτό τον κόσμο, είναι ένα μυστήριο. Συλλογισθείτε μόνο τούτο: ένα πράγμα, που,
αν το βλέπαμε στη ζωή, στην πραγματικότητα, δεν θα μας έκανε παρά αποστροφή,
βδελυγμία, φρίκη -ντροπή κάποτε-, όταν μας το παρουσιάζει ένας ζωγράφος, ένας
γλύπτης, ένας ποιητής, ένας μυθιστοριογράφος, μας φαίνεται όχι μόνο ανεκτό, αλλά
και τερπνό κι ωραίο. Δεν είναι αυτό ένα μυστήριο, κάτι σαν μετουσίωση, κάτι σαν
χημική ένωση, που από δύο σώματα παράγει ένα τρίτο ολωσδιόλου διαφορετικό;
Αισθανόμαστε βέβαια και λύπη και φρίκη, όταν το πράγμα που μας παρουσιάζει ο
καλλιτέχνης είναι λυπηρό ή φρικτό, αλλά η λύπη μας, η φρίκη μας, είναι πολύ
διαφορετική από εκείνη που θα είχαμε, αν βλέπαμε το ίδιο λυπηρό ή φρικτό πράγμα
στην πραγματικότητα. Φανταστείτε άξαφνα τι θα παθαίναμε, αν βλέπαμε τεράστια
φίδια, θεριά, να περισφίγγουν και να πνίγουν ανθρώπους, αλλά το σύμπλεγμα του
Λαοκόoντα μας ευχαριστεί, μας διασκεδάζει.
[Γρηγόρης Ξενόπουλος, «Η διασκεδαστική τέχνη»,
στο βιβλίο:
Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ Λυκείου
, εκδ. ΟΕΔΒ, Αθήνα 1983, σ. 240]
«Καθένας όπως νιώθει», συνηθίζουν να λένε. Κι εγώ ένιωθα πολίτης τ’ ουρανού. Ένα
σκαλοπάτι πιο πάνω απ’ την αντίληψη ότι η Ποίηση είναι μια απλή εξομολόγηση,
έβλεπα ν’ αλλάζει ο ορίζοντας και ολόκληρο το τοπίο, ακριβώς όπως από την κορυφή
I...,94,95,96,97,98,99,100,101,102,103 105,106,107,108,109,110,111,112,113,114,...192