139
Όταν ξεκαβαλίκεψε σβέλτος, με τις ψηλές του μπότες, με την πέτσινη κιλότα του, με
το χαρούμενο ύφος που ποτέ δεν του απόλειπε, όλοι όσοι τον περίμεναν στη μεγάλη
πόρτα του υποστατικού κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι.
[Ηλ. Βενέζης,
Αιολική Γη
]
Ο ψηλός κατεβαίνει, κατσούφης. Φτυάρι δεν έπιασε, από προσταγές άλλο τίποτα. Δεν
ξέρω πώς, τα ’βαλε μ’ έναν αρρωστιάρη, έναν φουκαρά. Μπορεί να πέταξε σιμά του
καμιά φτυαριά χαλίκι και να τον πιτσίλισε λάσπες, μπορεί και να μην τον γούσταρε
η φάτσα του. […]
Γι’ αυτό μου παραξενοφάνηκε σαν τον είδα να ’ρχεται στην αγγαρεία, τότε που
σκιζόμασταν για την επιθεώρηση του στρατηγού. Ποιος τόνε ξέρει! Θα ’χε κοιμηθεί
στραβά τη νύχτα, κι έφεξε για μένα. Αντίς ν’ απλώσει χέρι στα φτυάρια μας αρχινά
στο βλαστημίδι, σα να μην ήτανε φαντάρος κι αυτός. Καλά να πιάνεται με τους
αξιωματικούς, έβγαζε το άχτι ολωνών κι έκανε και φιγούρα. Μα να τα βάζει μαζί μας,
τι κέρδιζε; Στο τέλος πια δε βάστηξα.
«Γλιστρίδα», του λέω, «έφαγες πρωί πρωί;» και γελάω, μην του κακοφανεί.
Μονομιάς σταμάτησε, γύρισε πάνω μου, σκοτεινός. […] Ξαφνικά, μου κάνει:
«Παράτα το φτυάρι, και τράβα φέρε δωνά κείνην την κοτρόνα που ’ναι σιμά στ’
αμάξι».
[Ν. Κάσδαγλης,
Κεκαρμένοι
]
1...,129,130,131,132,133,134,135,136,137,138 140,141,142,143,144,145,146,147,148,149,...192