132
Να διαβάσετε ταπαρακάτωαποσπάσματα κειμένων και να προσπαθήσετε νααπαντήσετε
στα εξής ερωτήματα: α) Σε ποιο από αυτά ο αφηγητής συμμετέχει στα γεγονότα και σε ποιο δεν
συμμετέχει; β) Σε ποιο έχουμε αφήγηση με εσωτερική εστίαση και σε ποιο με μηδενική εστίαση;
Να δικαιολογήσετε τις επιλογές σας.
Την πέρασε τη ζωή του κι ο γέρος ο Ανέστης στην ξενιτιά, ζωή παραδαρμένη,
καραβοτσακισμένη ζωή. Όχι δα και πως τη μάδησε την ψυχή του η φτώχια, που
μάλαμα έπιανε και κάρβουνο γινότανε. Από τέτοιους πόνους η ψυχή του δεν έπαιρνε.
Τον κρυφότρωγε, όμως, πάντα της πατρίδας ο ακοίμητος ο καημός, και, σαν είδε και
απόειδε πως ελπίδα πια δεν του απόμεινε, σαν άρχισε κι ένιωθε στα γέρικα στήθια
του την ανατριχίλα του Χάρου, το ’καμε απόφαση και τράβηξε για τα παιδιακίσια
λημέρια του.
[Αργ. Εφταλιώτης, «Η λαχτάρα του γερο- Ανέστη»]
Τα μεσημέρια δεν ξάπλωνα, ήταν μια συνήθεια που μου είχε μείνει από μικρή, όταν
νόμιζα ότι το να μην ξαπλώνει κανείς το μεσημέρι είναι πράξη επαναστατική, που
δείχνει θέληση και ψυχή ανεξάρτητη.
[Μ. Λυμπεράκη,
Τα ψάθινα καπέλα
]
Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε, λοιπόν, αυτό
το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως ήτανε
μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση. Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε
κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε
μυρουδιά... Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα
παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
[Αντ. Σαμαράκης,
Το ποτάμι
]
Σαν ο Δαμιανός τελείωσε την Τρίτη του ελληνικού, ο γέρο-Φραντζής είπε πως αρκετά
γράμματα είχε μάθει και ήτανε καιρός να πιάσει δουλειά. Ο μικρός θα ήτανε δεκατριώ
ή δεκατεσσάρω χρονώ. Μόλις άρχισε να αποκτά μια συνείδηση, κάπως καθαρή, του
κόσμου και τον κατείχε κιόλας το πάθος της γνώσης. Ρουφούσε αχόρταστα ό,τι έντυπο
του έπεφτε στα χέρια, λαϊκά αναγνώσματα, εφημερίδες, εκκλησιαστικά βιβλία. […]
Δεν ήξερε βέβαια τι νόημα είχαν αυτά τα άγνωστα πράματα που τον σαγήνευαν
τόσο. Ακολουθούσε αυθόρμητα την ορμή της ψυχής του, που τον έσερνε προς τα εκεί,
και ονειρευότανε να γίνει μια μέρα ένας μεγάλος δάσκαλος που να κατέχει καλά, με
τα δυο του χέρια, όλην τη σοφία των ανθρώπων, όλα τα βιβλία, όλα τα «γράμματα»
και να μοιράζει γενναιόδωρα αυτούς τους θησαυρούς στους τριγυρινούς του.
[Γ. Θεοτοκάς,
Αργώ
]
1...,122,123,124,125,126,127,128,129,130,131 133,134,135,136,137,138,139,140,141,142,...192