134
Και πήρανε τον δρόμο και δεν έπεφτε μακριά το καρακόλι, όμως στα μισά το
ξανασκέφτηκε εκείνη κι είπε «πιο καλά να είσαι μόνος σου» και τον παράτησε, και
εκείνος είπε «ναι» και ξανατράβηξε, παρόλο που του φαίνονταν πιο δύσκολα.
[Ν. Μπακόλας,
«Η κιβωτός»]
Να σβήσουμε το φως; πρότεινε ο Γιάννης. Με το φεγγάρι θα ’ναι πιο ποιητικά.
Είσ’ ένας λιποτάχτης, του χαμογέλασε ο Παύλος. Λιποτάχτησες από την επιστήμη.
Ουφ! έκανε ο Γιάννης, το κάθε τι για μένα δεν καταντάει μαθηματικά και φυσική.
Δε μοιάζομε σ’ αυτό.
[Κ. Πολίτης,
Εκάτη
]
Θυμήθηκε, πριν από χρόνια, ήτανε παιδί ακόμα, είχε αρρωστήσει βαριά μια θεία του,
ξαδέρφη της μητέρας του. Την είχανε σπίτι τους. Ήρθε ο γιατρός· βγαίνοντας από το
δωμάτιο της άρρωστης, είπε με επίσημο ύφος:
Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!
Έτσι κι αυτός τώρα, είχε φτάσει στο σημείο να λέει:
Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!
Του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα. Είχε την αίσθηση πως οι άλλοι στο
καφενείο τον κοιτάζανε κι άλλοι από το δρόμο σκέφτονταν και ψιθύριζαν μεταξύ
τους: «αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα!». Σαν να ήταν έγκλημα αυτό. Σαν να είχε ένα
σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σαν να ήτανε γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους.
[Αντ. Σαμαράκης,
Ζητείται ελπίς
]
7. Αφηγηματικός χρόνος
Βασικό στοιχείο στην αφήγηση είναι ο
χρόνος
.
Αφηγηματικός χρόνος είναι η χρονική σειρά
της παρουσίασης των γεγονότων από τον αφηγητή. Ο αφηγηματικός χρόνος διακρίνεται σε δύο
κατηγορίες:
α) Ο χρόνος του πομπού, του δέκτη, των γεγονότων (εξωτερικός/εξωκειμενικός χρόνος) και
β) Ο χρόνος της ιστορίας και ο χρόνος της αφήγησης (εσωτερικός/εσωκειμενικός χρόνος).
1...,124,125,126,127,128,129,130,131,132,133 135,136,137,138,139,140,141,142,143,144,...192