78
Η Μάχη
…Πάνου απ΄ τα κεφάλια μας μεγάλοι βράχοι, όπου στέκουνται οι σκοποί και φυλάγουν μέσα
στη νύχτα. Δίπλα τους οι σκοτωμένοι που τους σκέπασε το σκοτάδι ακίνητοι μέσα στον δικό
τους θάνατο πάνου στους άγριους βράχους. Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι σκαρφάλωσαν
άνθρωποι σε αυτούς τους γιγάντιους πέτρινους όγκους και μαζί τους ανέβηκε ο θάνατος. Τα
φαγωμένα καρφιά απ’ τα παπούτσια γλιστράν μόλις το πόδι κάνει ένα βήμα.
Κάποιος λέγει στο σύντροφό του: Πάμε μαζί. Φοβούμαι τους σκοτωμένους. Μου φαίνεται πως οι
σκιές τους κυκλοφορούν ανάμεσά μας, κρύβονται στο σκοτάδι και καταριούνται τους ανθρώπους.
Ο αέρας τρέμει να αγγίξει τα πτώματα». Ο άλλος σωπαίνει. ¨Έπειτα λέγει πολύ σιγά: «Θα έπρεπε
κάθε πεθαμένος να γίνεται στον ουρανό ένα άστρο». Κάθε μόριο της νύχτας κρύβει μέσα του το
θάνατο και τον τρόμο…
Το σκοτάδι ξεσκέπασε για μια στιγμή τους πεθαμένους. Δεν είναι γυμνοί οι νεκροί. Οι ζωντανοί
είναι γυμνοί …
Ο φαντάρος ξαναλέγει στον σύντροφό του: «Μέσα στο αίμα μας υπάρχει απολιθωμένος ο τρόμος,
γιατί είμαστε άνθρωποι. Έτσι όλοι οι ήρωες είναι φανταστικοί. Γίνεσαι ήρωας, γιατί δεν θέλεις
να πεθάνεις. Κάποτε ένας τρελός σε ένα άσυλο έφκειανε όλη μέρα ήρωες από χαρτόνι κι όταν
ερχόταν η νύχτα τούς πετούσε στο δρόμο σαν ένα πράγμα άχρηστο. Οι αληθινοί ήρωες έχουν
μέσα τους το κενό του κόσμου και θέλουν να μιλήσουν με τα άνθη, τα πουλιά, τους αγγέλους». Ο
άλλος δεν απαντάει….
Κάποιος άλλος λέγει: «Η βροχή ποτίζει το σώμα μου. Νιώθω μέσα στη λάσπη παγωμένα τα πόδια
μου. Ξέρω ότι θα μου τα κόψουν και θα γυρίζω στους δρόμους με δυο ξύλινα πόδια». Σε ποιον
μιλάει; Όλοι γύρω του τον ακούν, όμως κανείς δεν αποκρίνεται.
Μήπως πια μπορούμε να μιλάμε μονάχα με τα φαντάσματα, με τις μάσκες που φορούν οι
άνθρωποι κι όχι με τους ανθρώπους. Τι μπορούμε να πούμε στον άλλον αυτή την ώρα!
Μόλις ανοίξουμε το στόμα μας, θα ξεχάσουμε αυτό που θέλαμε να πούμε. Έπειτα οι σκοτωμένοι
δεν ακούν κι είναι γεμάτη από τον απέραντο θάνατο η ακοή μας. Κατάντησε ακατάληπτη η ομιλία
μας. Την ακούει ο διπλανός μας και δεν καταλαβαίνει, κοιτάζει σαστισμένος το πρόσωπο που του
μιλάει κι απαντάει με τον ίδιο τρόπο. Μήπως μόνο στον εαυτό μας μπορούμε να μιλήσουμε αν
υπάρχει ο εαυτός μας: Μήπως δεν είμαστε πια άνθρωποι, αφού γίναμε ολόκληροι πόλεμος κι
είμαστε φαντάσματα που παλεύουν να σταθούν όρθια, όπως καταλαβαίνουμε ότι το κορμί μας
άρχισε να σαπίζει απ’ την βροχή και τα πόδια μας να γίνουνται λάσπη;
Μια φωνή ακούγεται να σχίζει τη σιωπή: «Πώς να βαδίσω μέσα σε αυτό το σκοτάδι; Δε βλέπω
τίποτα. Θα πατήσω τους σκοτωμένους. Σε κάθε βήμα μου μπροστά ένα πτώμα».
Η νύχτα προχωράει βαθιά, καταθλιπτική, βρεγμένη, με ένα πρόσωπο που κάθε στιγμή γίνεται πιο
τραγικό. Ο ύπνος παραλύει το κορμί που έχει ποτιστεί απ΄ τη βροχή και τρέμει. Όλοι κοιμούνται
με ανοιχτά τα μάτια. Μέσα στη σιωπή του θανάτου βρέχει αδιάκοπα. Ο καθένας είναι σαν
πεθαμένος, μέσα στον εαυτό του.
Στέλιος Ξεφλούδας
I...,68,69,70,71,72,73,74,75,76,77 79,80,81,82,83,84,85,86,87,88,...112