ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ
ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
74
Γεννήθηκε το 1913 στις Κροκεὲς της Λακωνίας. Εγκατέλειψε τη Νομικὴ
σχολὴ για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία. Εξέδωσε
περισσότερες απὸ 15 ποιητικὲς συλλογὲς και αρκετά πεζογραφήματα.
Είναι από τους λίγους Έλληνες λογοτέχνες που εξυμνεί σε τόσο μεγάλο
βαθμό την αγάπη, την ειρήνη, τον ανθρωπισμὸ και το ελληνικό
πνεύμα. Τιμήθηκε μεταξύ άλλων, τρεις φορές με το Πρώτο Κρατικὸ
Βραβείο Ποίησης, καθώς και με το Αριστείο Γραμμάτων ἀπὸ την
Ακαδημία Ἀθηνών (1982), της οποίας έγινε μέλος το 1989. Πέθανε
στην Αθήνα το 1991. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991), γράφει ὁ
Μιχαὴλ Περάνθης, είναι «Ποιητὴς της ελεύθερης φαντασίας, αφήνεται
σε λυρικὲς ονειροπολήσεις, άλλοτε στους κανόνες της μετρικής και,
συχνότερα, σε ρυθμικὴ διαδοχὴ στίχων. Ιδιοσυγκρασία ευαίσθητη,
φύση συναισθηματικὴ και γνησίως λυρική, τυλίγει τα γραπτά του με
μια διάχυση τρυφερότητας, δίνοντὰς τους το άπλωμα, το γύρισμα και
την ελαστικότητα της φαντασίας του».
Ένας –ένας στην Άβυσσο
Έτσι μου τη διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία ένας καλός φίλος μου, έτσι τη γράφω κι εγώ.
«…Κι ήτανε μια νύχτα βροχής. Παραμονή Χριστουγέννων. Τα μεσάνυχτα χτυπάνε την
πόρτα μου. Ταράχτηκα. Η ώρα της κυκλοφορίας ήτανε περασμένη. Δεν θα μπορούσε να
ήτανε τίποτε άλλο. Κανείς μας δεν ήξερε τότε τι τον περιμένει από τη μια μέρα στην άλλη.
Και πραγματικά. Ένας Γερμανός ψηλός ως απάνω μπήκε στο σπίτι μας. Η γυναίκα μου
έτρεμε σαν το καλάμι. Ο Γερμανός κάνει ένα βήμα ακόμα.
-Πού έχετε, με ρωτάει, το χριστουγεννιάτικο δέντρο σας; Και βγάζει από την τσέπη του δυο
μικρά παιχνιδάκια.
Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μας; Δεν έχουμε, του απαντώ. Είμαστε φτωχοί. Δεν έχουμε
χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ο στρατιώτης, σηκώνοντας το κεφάλι του, κοιτάζει από τη μισάνοιχτη πόρτα το κρεβάτι
του αποκοιμισμένου παιδιού μας και προχωρεί κατά κει με το βρεγμένο πηλίκιο στα χέρια
του. Στέκεται όρθιος, το κοιτάζει λίγο και ξαπλώνεται πλάι του, χαϊδεύοντάς του αλαφρά-
αλαφρά τα μαλλιά. Περνάνε πέντε λεπτά. Εγώ κι η γυναίκα μου περιμένουμε όρθιοι στην
πόρτα. Περνάνε δέκα λεπτά. Ακούμε το στρατιώτη να ροχαλίζει. Η γυναίκα μου ξεστρώνει
μια κουβέρτα από το κρεβάτι μας και περπατώντας στα δάχτυλα πηγαίνει και τον σκεπάζει.
Καθόμαστε έπειτα σιωπηλοί.
-Όλοι είμαστε άνθρωποι, μου λέει εκείνη. Για σκέψου καλά. Ξέρεις τι λέω; Αν μπορούσαμε,
για χάρη αυτουνού του στρατιώτη, που είναι κι αυτός άνθρωπος, να αγοράζαμε ένα
χριστουγεννιάτικο δέντρο…
Την κοιτάζω κι εγώ σκεφτικός.
-Όχι, της λέω. Έχουμε τόσους φυλακισμένους και τόσους που αγωνίζονται όξω χωρίς ψωμί.
Αλλιώς,… Δε λέω, όλοι είμαστε άνθρωποι. Το ξέρω κι εγώ…
Την άλλη μέρα, ενώ έπαιρνε σιγά-σιγά να βραδιάζει, με περίμενε στην άκρη μιας λεωφόρου
ο Κάρολος, ο Γερμανός στρατιώτης που ήρθε στο σπίτι μου. Βαδίζουμε πλάι-πλάι, κάτω
I...,64,65,66,67,68,69,70,71,72,73 75,76,77,78,79,80,81,82,83,84,...112