65
Προς
Το Σεβαστό επί των Εξωτερικών Υπουργείον της Ελλάδος.
Κύριε Υπουργέ,
Κατάγομαι εκ της δούλης Ηπείρου και επιθυμώ να αποκτήσω ελληνικήν υπηκοότητα. Μου είναι όμως
ακολούθως αδύνατον να προμηθευτώ εκ της πατρίδος μου υπό του Δημαρχείου Αθηνών απαιτούμενη δια
του νόμου απόδειξιν των εν πατρίδι μου αρχών περί της ταυτότητός μου και της εκεί διαγωγής μου, διότι
εκείθεν εδραπέτευσα προ πενταετίας-αφότου διαμένω διαρκώς ενταύθα-νύκτωρ και κρυφίως, επειδή
έχω συκοφαντηθεί υπό της Ρωμουνικής προπαγάνδας ως συνωμότης του καθεστώτος και η κυβέρνησις
η τουρκική έσπευσε να με συλλάβει και με αποστείλει εις εξορίας, αν δεν εδραπέτευα. Νομίζω ότι εις τα
αρχεία του υφ’υμάς Υπουργείου ευρίσκονται αιτήσεις των τότε προξένων Ιωαννίνων περί της Υποθέσεώς
μου ταύτης.
Παρακαλώ όθεν όπως, λαμβάνοντες υπ’όψιν σας ταύτα, παραγγέλλετε το επί των εσωτερικών Υπουργείον
όπως δώσει άδειαν εις την Δημαρχίαν να γίνει κάποια εξαίρεσις και με εγγράψει δημότην Αθηνών άνευ
του απαιτούμενου πιστοποιητικού εξ Ηπείρου….
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
• Τι παρατηρείτε στη γλώσσα της επιστολής αυτής, όπως είναι γραμμένη; Είναι η δημοτική
γλώσσα στην οποία μιλούν σήμερα και γράφουν οι Έλληνες; Συζητήστε στην τάξη και
αναζητήστε πληροφορίες για τη Δημοτική (τη γλώσσα του λαού) και την καθαρεύουσα (την
επίσημη γλώσσα του Κράτους παλαιότερα), τη γλώσσα των λογίων.
ΠΛΟΥΤΙΖΩ ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΜΟΥ
- Χρήσιμες φράσεις:
Ειρήνευση
(π.χ. διπλωματικές προσπάθειες για~ στη Μέση Ανατολή)
ειρηνοποίηση,
συμφιλίωση,
συνδιαλλαγή||σύναψη/συνομολόγηση/συνθήκηειρήνης, ανακωχή, εκεχειρία||
(στηνΑρχαιότητα)
σπονδές
ΑΝΤ.
εχθροπραξίες, πόλεμος,
ειρηνευτής,
ειρηνοποιός,
συμφιλιωτής
AΝΤ.
ταραχοποιός.
ειρηνευτικός
(π.χ. ~ συνομιλίες / συνδιάσκεψη / δύναμη τού Ο.Η.Ε.)
ειρηνοποιός,
συμφιλιωτικός
ΑΝΤ
διχαστικός,
ειρηνεύω 1
(π.χ. ~ τις αντιμαχόμενες πλευρές)
συμφιλιώνω,
συνδιαλλάσσω,
ηρεμώ, φιλιώνω (λαϊκ.)
ΑΝΤ.
διχάζω, διαιρώ
.
ρίχνω λάδι στη φω¬τιά (οικ.)
2.
(π.χ. - τον θυμό κάποιου)
καταπραΰνω,
γαληνεύω, ησυχάζω, καταλαγιάζω Α
ΝΤ.
εξάπτω, ταράζω, αναστατώνω, εκνευρίζω,
φουντώνω (μτφ.)
3.
(αμετβ.) (α)
γαληνεύω,
ηρεμώ, κοπάζω
ΑΝΤ.
ταράζομαι, αναστατώνομαι (β)
(για καιρικά φαινόμενα)
καλμάρω
(λαϊκ.), κοπάζω, μπουνατσάρω (λαϊκ.)
ΑΝΤ.
αγριεύω. ΣΧΟΛΙΟ λ.
ηρεμία.
ειρήνη 1.
(π.χ. η διαφύλαξη της ~ στα Βαλκάνια / συνθήκη ειρήνης)
ειρήνευση,
συμφιλίωση,
συνδιαλλαγή || ανακωχή, εκεχειρία || (στην Αρχαιότητα) σπονδές
ΑΝΤ.
πόλεμος, σύρραξη,
εμπόλεμη κατάσταση, σύγκρουση, μάχη, αναμέτρηση || εχθροπραξίες, διένεξη, ρήξη, ταραχές ||
αλληλοσπαραγμός, αλληλοφάγωμα
2 .
(π.χ. δεν έχουν ~ στο σπίτι τους)
ομόνοια,
ομοψυχία, γαλήνη,
αρμονία
ΑΝΤ.
γκρίνια, διχογνωμία, διχόνοια || φιλονικία, έριδα (λόγ.), μάλωμα, διαμάχη, διένεξη,
τσακωμός, καβγάς
3.
(π.χ. ψυχική / εσωτερική ~ H ~ διάνοιας)
γαλήνη,
ηρεμία, αταραξία, ησυχία
ΑΝΤ.
αναστάτωση, ταραχή, σύγχυση, στενοχώρια, φούντωση (μτφ. - εκφραστ.). ΣΧΟΛΙΟ λ. ηρεμία
ειρηνικά (α)
(π.χ. ζω ~ με κάποιον)
αρμονικά, αγαπημένα, ήρεμα, ήσυχα (β)
(π.χ. διαφώνησαν,
αλλά η συζήτηση έληξε ~)
φιλικά, ήρεμα, ήπια
ΑΝΤ.
εχθρικά, διχαστικά
ειρηνικός 1.
(π.χ. - λύση τού
προβλήματος)
συμφιλιωτικός,
ειρηνευτικός, διαλλακτικός || (ειδικότ.) φιλειρηνικός, πασιφιστικός,
αντιμιλιταριστικός
ΑΝΤ.
πολεμικός, ένοπλος || μιλιταριστικός
2.
(π.χ. ~ λαός)
φιλειρηνικός,
I...,55,56,57,58,59,60,61,62,63,64 66,67,68,69,70,71,72,73,74,75,...112