63
27 Ιανουαρίου 1889
Αξιότιμε κ. Σπ. Π. Λάμπρε,
….ήδη μου συμβαίνουν και τα παρόντα: Καταδιώκομαι υπέρ του Έθνους, νομίζω
υπό των εχθρών αυτού. Ο Θεός με σώζει από τας χείρας των και με στέλλει, με
φέρει μάλλον αυτός ο ίδιος εις το έθνος, με ρίπτει εν τω μέσω της Πρωτευούσης
αυτού, μεταξύ του Βασιλέως, Υπουργών, Βουλευτών και τόσων άλλων μεγάλων
(;) αντρών. Ζητώ ενταύθα και εκείθεν προστασία-και τι προστασίαν; Ούτε
Υπουργός θέλω να γίνω, ούτε Βουλευτής, ούτε Βασιλεύς: μικράν υποτροφίαν
ζητώ, ολίγα χρήματα, ίνα εξακολουθήσω τα σπουδάς μου, τα γράμματά μου, δι’
ά με έπλασεν ο Θεός και να φανώ χρήσιμος εις την κοινωνίαν, εκπληρώνων
δηλ. την αποστολήν μου εν τω κόσμω (αν ουχί εδώ εις τας πολυδαπάνους
Αθήνας, εν τη Άρτη τουλάχιστο ή αλλαχού, έως ότου τελειώσω το Γυμνάσιον.).
Όχι! Μοι απαντούν, όσοι καταδέχονται να με ακούσουν και να μοι ομιλώσι.
Όχι! Δεν είναι δια σε τα χρήματα του Έθνους, είναι δια τα στόματα των
ελεύθερων (sic) Ελλήνων, των υποστηρικτών των Βουλευτών, των Κομμάτων,
των Καταστροφέων του Έθνους. Κι εγώ; Ο δυστυχής είμαι δούλος Έλλην, ξένος
δηλαδή ενταύθα υπολογιζόμενος, και μόνος, άνευ ουδενός να με οδηγεί εις τον
έναν και εις τον άλλον.
Εκτός τούτου, η επάρατος Μοίρα μου, η προορίσατα τόσα δεινά δια την ζωήν
μου, με εδώρησε και με το χάρισεν εν τω παρόντι αιώνι ελάττωμα, το να μη
δύναμαι να εκφράζομαι διά λόγων, ως πρέπει τα δυστυχήματά μου. Με είδατε
χθες… όσον δεν έκλαιον! Δεν ηδυνάμην να σας αποκριθώ δεόντως εις τας
ερωτήσεις σας, διότι έπνιγον την φωνήν μου τα δάκρυα, τα οποία κατηνάγκαζον
εκ των οφθαλμών συναποκομίζοντα μαζί και τους λόγους εντός. Εν τοιαύτη
καταστάσει ευρισκόμην χθες ενώπιόν σας. ¨Ηθελα να κλαύσω, να κλαύσω,
παντού οδοί, παντού άνθρωποι θα με έβλεπον, και εντρεπόμουν. …
Ενταύθα ουδέν αγνωριμότερον, ουδένα δικαιότερον έχω παρά εσάς και δια
τούτο σας περιγράφω τη θέση μου, καθώς γνωρίζετε τις τελευταίες συμφορές
μας που στάθηκαν αφορμή να ερημωθεί η λαμπρά εκείνη οικία εν Συρράκω,
στην οποία η κοινότητά μας σας υποδέχτηκε πέρυσι.
…Ήθελα ακόμη πολλά, πολύ πολλά, να σας γράψω, αλλά με πιέζουν τα δάκρυα
και κλείω πλέον την τελευταίαν ταύτην ίσως επιστολήν μου.
Σας προσκυνώ και διατελώ μετά σεβασμού,
Κ.Δ. Κρυστάλλης
(Άπαντα Κρυστάλλη, εκδόσεις Αυλός, σσ.583-585 σε διασκευή της Σμαράγδας Μανταδάκη)
I...,53,54,55,56,57,58,59,60,61,62 64,65,66,67,68,69,70,71,72,73,...112