182
Οι δύο γενιές -το ζευγάρι, η διμοιρία- αντικρύστηκαν, αντιπέρασαν. Όμως, στα
μάτια του πρώτου, είχε απομείνει ένα ξάφνιασμα, κάτι σαν μυστικό χτύπημα στο
μέτωπο, από κείνα που σε κάνουν μονομιάς να ξυπνήσεις αντίκρυ σ’ ένα νέο όραμα
της ζωής. Στάθηκαν, γύρισαν κατά πίσω τα κεφάλια τους, κοίταξαν το σχηματισμό
που ξεμάκραινε στο λιθόστρωτο με το γοργό, ρυθμικό του βήμα. Ξεκίνησαν πάλι.
Είχες τώρα την εντύπωση πως το ζευγαρωμένο βάδισμά τους είναι λιγάκι πιο βαρύ.
- Είδες τα κορίτσια; είπε ο ένας. Πώς μας κοίταξαν!
- Αυτά πρόσεξα κι εγώ, έκανε η άλλη.
Αυτό τους είχε ξαφνιάσει. Όχι η αντίθεση στα χρόνια, το χτυπητό δίπτυχο που φέρνει,
σε κάποια γραμμένη στιγμή, αντιμέτωπες τις γενιές. Εκείνο που τους είχε κρούσει,
ήταν ο τρόπος που τους κοίταξαν τα κορίτσια μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα, ώσπου
να αναπεράσουν. Ίσα στα μάτια, αδίσταχτα, καρφωτά. Και με κάτι σαν ατάραχη
αναμέτρηση, που τη στόμωνε αδιόρατα ένας ίσκιος δροσερής ειρωνείας.
Αναπόλησαν τότε άλλα αντικρύσματα, σε χρόνια περασμένα, πάλι ανάμεσα σε
ηλικίες που έρχονταν και που έφευγαν. Ήταν διαφορετικά, πολύ διαφορετικά για να
τα έχουν λησμονήσει. Αναθυμήθηκαν μάτια χλωρά, σαν και τούτα που είχαν τώρα δα
περάσει, μονάχα λιγότερο αλύγιστα, μπορεί και λιγότερο σκληρά. Θέλησαν να είναι
δίκαιοι, όσο τους περνούσε από το χέρι. Πιάσανε να εξηγούν, να σχολιάζουν. «Εμείς,
είπανε, κοιτάζαμε τους μεγάλους με συστολή, σεβασμό. Τι ήταν ο σεβασμός; Μια
ανατροφή που μας είχανε δώσει. Μέσα στα μάτια μας θάμπιζε η επίγνωση πως δεν
ξέρουμε όσα ξέρουν εκείνοι, ένα δείλιασμα μπροστά στην υπεροχή. Αυτή η υπεροχή
σήμερα σώζεται; Ας κάνουμε τον έλεγχο της, δίχως προκατάληψη».
Αυτά τα παιδιά βγαίνουν από έναν πόλεμο δίχως προηγούμενο. Έναν πόλεμο που
απογύμνωσε όλες τις αξίες. Χωρίς να το ξέρουμε, χωρίς να το υπολογίσουμε, χωρίς
να το καλοσκεφτούμε, βάλαμε σ’ αυτόν την τιμή μας. Διακηρύξαμε αρχές -και τις
ξεγράψαμε· επιχειρήσαμε να διορθώσουμε τον κόσμο και τον καταντήσαμε χειρότερο
από πριν. Υπάρχει εδώ ένα θέμα κύρους, που μονάχοι μας το κλονίσαμε.
Ο σεβασμός είναι άγραφος νόμος, μια τάξη αναγκαία για την ισορροπία της ζωής,
εξασφαλίζει την ομαλή διαδοχή, οργανώνει εσωτερικά τον καινούριο κι ορμητικό
φορέα της. Δεν είναι, όμως, προνόμιο, επιταγή δίχως αντίκρισμα. Η υπεροχή δεν
μπορεί να σταθεί σαν κάτι δεδομένο. Πρέπει να έχει τα πειστήριά της πάντοτε έτοιμα,
ακόμα κι αν δεν της τα ζητήσει ποτέ κανένας. Διαφορετικά, γίνεται αυθαιρεσία,
πρόληψη, ταμπού, ωμό δίκαιο του συμπτωματικά και πρόσκαιρα ισχυρότερου. Ήταν
ένας καιρός, πραγματικά, όπου ο σεβασμός αξιωνόταν με το έτσι θέλω, από εκείνον που
1...,172,173,174,175,176,177,178,179,180,181 183,184,185,186,187,188,189,190,191,...192