22
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
ΠΑΙΧΝIΔΙΑ ΡΟΛΩΝ-ΠΕΙΣΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Μιλάς με έναν φίλο/φίλη στο τηλέφωνο και θες να τον/την πείσεις να πάτε
να δείτε το έργο «Το Μεγάλο μας Τσίρκο».
Πώς σκοπεύεις να τον/την πείσεις να το δει, όταν γνωρίζεις ότι του/της
αρέσουν θέματα κοινωνικά και εθνικά και η μουσική, αλλά δεν έχει αρκετά
χρήματα και είχε μια κουραστική ημέρα, για να θέλει να βγει έξω. Με ποια
επιχειρήματα θα τονίσετε την αξία του έργου, τους συντελεστές και την
ιδιαιτερότητα αυτής της παράστασης;
Κρατήστε σημειώσεις (10 λεπτά) και συνεργαστείτε με έναν συμμαθητή
σας που θα υποκριθεί/υποδυθεί τον ρόλο του φίλου που θέλετε να
σας συνοδεύσει στο θέατρο και μιλάτε μαζί στο τηλέφωνο(διάρκεια
δραστηριότητας: 6 λεπτά ).
Στον ρόλο του φίλου που δέχεται την κλήση για πρόσκληση για το «Μεγάλο
μας Τσίρκο», ετοιμάστε ερωτήσεις που θα ανιχνεύουν περισσότερες
πληροφορίες για το έργο και θα ανασκευάζετε τα επιχειρήματα του
συνομιλητή σας, προσπαθώντας να του αλλάξετε γνώμη για την πρότασή
του, για να καθίσετε σπίτι σας και να μην πάτε πουθενά (3 λεπτά).
ΠΛΟΥΤΙΖΩ ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΜΟΥ
τέχνη : 1. καλλιτεχνία,
(καλλιτεχνική) δημιουργία
2.
(συνεκδ., για συγκεκριμένο λαό, έθνος, ομάδα κ.λπ.) (α) (π.χ. η αρχαία ελληνική~)
καλλιτεχνική παραγωγή (β) (για καλλιτέχνη, π.χ. η ~ τού Πικάσο)
έργο,
δημιουργία,
έργα τέχνης.
3.
(π.χ. η ~ του χορού) καλλιτεχνικός τομέας.
4. τεχνοτροπία,
(προσωπικό) ύφος, στιλ || τεχνική: η εικαστική ~ τού Εγγονόπουλου
είναι επηρεασμένη από τον υπερρεαλισμό,.
5.
(με αξιολογικό περιεχόμενο) (α)
αισθητική,
καλλιτεχνική έκφραση, έμπνευση,
ομορφιά, αρτιότητα: δεν βλέπω καμία~ σε αυτό το γλυπτό, (β) (για καλλιτέχνη)
έμπνευση,
δημιουργικότητα, τάλαντο, ταλέντο: η~ τού συγγραφέα είναι ολοφάνερη
στο καινούργιο του βιβλίο.
6.
(γενικότ. - μτφ.)
ικανότητα,
δεξιότητα, επιδεξιότητα, χάρισμα: η~ να αγαπάς και
να αγαπιέσαι .
7.
(μτφ., στην εκτέλεση εργασίας)
επιδεξιότητα,
μαστοριά, μαεστρία, δεξιο¬σύνη,
τεχνογνωσία, επιτηδειότητα, φιλοτεχνία: έπιπλο δουλεμένο με ~ // έβαλε όλη του
την ~ στο φαγητό.
8.
(α)
επάγγελμα,
δουλειά, επιτήδευμα (λόγ.): έμεινε δύο χρόνια μαθητευόμενος,
μέχρι να μάθει την ~ (β) (π.χ. μαγειρική / ρητορική
~) αρχές,
\ μέθοδος, σύστημα
9.
(σπάν.)
τέχνασμα,
επινόημα, κόλπο. ΣΧΟΛΙΟ λ. δουλειά.
I...,12,13,14,15,16,17,18,19,20,21 23,24,25,26,27,28,29,30,31,32,...112