12
ΠΛΟΥΤΙΖΩ ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΜΟΥ
Θέαση
(λόγ.)
1. θέα,
εποπτεία, παρατήρηση, αγνάντεμα, κατόπτευση (λόγ.),
παρακολούθηση
2. άποψη
, οπτική, εποπτεία, προσέγγιση, εκτίμηση, αξιολόγηση:
το βιβλίο αυτό προσφέρει μια διαφορετική ~ της πραγματικότητας
θεατής 1. παρατηρητής,
(μειωτ. ως χαρακτηρισμός)
αμέτοχος,
αδιάφορος,
απαθής, ουδέτερος:
η κυβέρνηση δεν μπορεί να είναι απλός ~ των εξελίξεων
θεατός 1. ορατός,
φανερός, ολοφάνερος
ΑΝΤ.
αθέατος, αόρατος
θεατρικός
(μτφ.)
επιτηδευμένος,
επιδεικτικός, θεατρινίστικος, κομπαστικός,
μελοδραματικός, υπερβολικός, πομπώδης,φανταχτερός, προσποιητός, υποκριτικός
θεατρικότητα, εκφραστικότητα,
παραστατικό¬τητα, πόζα
θεατρινισμός, προσποίηση,
υποκρισία, ανειλικρίνεια, επιδεκτικότητα, επιτήδευση,
πλαστότητα, πόζα, υποκριτική συμπεριφορά
ΑΝΤ.
αυθορμητισμός, γνησιότητα
θεατρινίστικος, υποκριτικός,
ψεύτικος, θεατρικός
ΑΝΤ.
αυθεντικός, ειλικρινής,
γνήσιος
θεατρίνος 1. ηθοποιός
(του θεάτρου), αρτίστας, καλλιτέχνης
2. υποκριτής,
ανειλικρινής, Φαρισαίος (μετωνυμ.), ψεύτης
ΑΝΤ.
ειλικρινής, γνήσιος,
αυθεντικός, ανεπιτήδευτος
θέατρο 1.
(συνεκδ.)
θεατές,
κοινό:
όλο το - χειροκροτούσε
2.
(μτφ., π.χ.
το ~ των πολεμικών επιχειρήσεων)
τόπος, χώρος,
εστία (λόγ.),
επίκεντρο (γεγονότος)
θεατρώνης:
θιασάρχης
Για την ιστορία των λέξεων και για να θυμόμαστε από πού ξεκινούν λέξεις που
χρησιμοποιούμε συχνά στα νέα ελληνικά) ΣΥΓΓΕΝΗ ΡΗΜΑΤΑ : ΘΕΑΩΜΑΙ –ΘΕΩΜΑΙ.
(που θα πει: βλέπω)
I...,2,3,4,5,6,7,8,9,10,11 13,14,15,16,17,18,19,20,21,22,...112