33
Το λέει ο πετροκότσυφας στο δροσερό αυλάκι,
Το λεν στα πλάια οι πέρδικες, στην ποταμιά τ’ αηδόνια,
Το λεν στ΄ αμπέλια οι λυγερές, το λεν με χίλια γέλια,
Το λέει κι η Γκόλφω η όμορφη, το λέει με το τραγούδι.
Αμπέλι μου, πλατύφυλλο και καλοκλαδεμένο,
Δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω,
Να κάμω αθάνατο κρασί, μοσχοβολιά γιομάτο
Μέσ’ στα κατώγεια τα βαθιά σαν μόσχο να το κρύψω,
Να το φυλάξω ολάκερες χρονιές, ακέριους μήνες.
Ώσπου ναρθεί μιαν άνοιξη, ναρθεί ένα καλοκαίρι
Να γύρει από την μακρινή, την ξενιτιά ο καλός μου.
Να κατεβώ μέσ’ στην αυλή, να πιάκωτ΄άλογό του.
Να τον φιλήσω αγκαλιαστά στα μάτια και στο στόμα,
Να τον κεράσω, αμπέλι μου, τ’ αθάνατο κρασί σου,
Της ξενιτιάς τα βάσανα να παν, να τα ξεχάσει.
ΠΛΟΥΤΙΖΩ ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΜΟΥ
τραγούδι 1.
(α)
άσμα,
ωδή, κομμάτι (β) (συνεκδ., π.χ. το~ του βιολιού)
μελωδία,
μουσική, μουσικός ήχος
2.
(συνεκδ.) τραγούδισμα: άρχισε το ~ >
τραγούδισμα
(συνεκδ.) τραγούδι
τραγουδιστής ερμηνευτής
(τραγουδιού), αοιδός (λόγ.),
βάρδος (λαϊκ.)
τραγουδιστικός
(π.χ. ~ φωνή / τόνος)
μελωδικός,
μουσικός,
τραγουδιστός
(π.χ. ~ φωνή / ήχος)
μελωδικός,
μουσικός
τραγουδοποιός
συνθέτης (καταχρ.)
τραγουδώ 1.
(α)
λέω τραγούδι,
άδω
(λόγ.) (β) (π.χ. ~ τραγούδια τού Θεοδωράκη)
ερμηνεύω,
εκτελώ, αποδίδω ||
(για πουλιά) κελαηδώ, τιτιβίζω
2.
(μτφ.),
υμνώ,
εξυμνώ: με τα ποιήματά του
τραγούδησε τον καημό της ξενιτιάς
τραγωδία 1.
(φιλολ., π.χ. αρχαία τραγωδία)
δράμα \\θέατρο
Αντ.
Κωμωδία,
2.
(συνεκδ., π.χ. αεροπορική / οικογενειακή~)
συμφορά,
καταστροφή, δράμα, δυστυχία, κακό, δεινό, πάθημα, δυστύχημα,
πληγή, πλήγμα, ατυχία, όλεθρος
Αντ.
ευτύχημα, ευτυχές γεγονός. ΣΧΟΛΙΟ λ.
δραματοποιώ
τραγωδιογράφος τραγικός
(ποιητής), τραγωδοποιός, τραγωδός
Αντ.
κωμικός
(ποιητής), κωμωδιογράφος
τραγωδοποιός τραγικός
(ποιητής), τραγωδιογράφος, τραγωδός
Αντ.
κωμικός
(ποιητής), κωμωδιογράφος
τραγωδός τραγικός (ποιητής), τραγωδιογράφος, τραγωδοποιός Αντ.
κωμικός
(ποιητής), κωμικός (ποιητής), κωμωδιογράφος
Το Τραγούδι του Τρυγητού
I...,23,24,25,26,27,28,29,30,31,32 34,35,36,37,38,39,40,41,42,43,...112