106
περιεχόμενο εντελώς αντίθετο από αυτό που εννοεί, για να χλευάσει ή να περιπαίξει, να ψέξει,
να εκφράσει έντονη αγανάκτηση κ.λ.π.: H ~ συνήθως γίνεται αντιληπτή από τον ιδιαίτερο τόνο της
φωνής ή τη χρήση ορισμένων σημείων στίξης. (έκφρ.) τραγική~: α. (φιλολ., θέατρ.) τεχνική στην
πλοκή του μύθου που παρουσιάζει τους ήρωες να αγνοούν την αλήθεια, τους θεατές όμως να τη
γνωρίζουν και να αγωνιούν για την πλάνη των ηρώων. β. για τις περιπτώσεις στις οποίες, ενώ κάποιος
αναμένει κτ. ευχάριστο και ενεργεί ανάλογα, του συμβαίνει ένα γεγονός τραγικό. ~ της τύχης, για
ευτυχές ή δυσάρεστο γεγονός που συμβαίνει στη ζωή τη στιγμή ακριβώς κατά την οποία αναμένεται
(ή και συμβαίνει) το αντίθετο. 2. (φιλοσ.) Σωκρατική ~, η συζητητική μέθοδος του Σωκράτη, ο οποίος,
προσποιούμενος άγνοια, έθετε στους συνομιλητές του ερωτήσεις τέτοιες που αποκάλυπταν την
αντιφατικότητα των λόγων τους. Αλλιώς, ειρωνεία έχουμε στον λόγο μας όταν χρησιμοποιούμε με
προσποίηση λέξεις ή φράσεις για να δείξουμε το εντελώς αντίθετο από αυτό που λέμε.
αλληγορία
η [aliγoría]: μεταφορικήέκφραση, συχνάκαι ολόκληροποιητικόήπεζόκείμενο, πουκρύβει
νοήματα διαφορετικά από εκείνα που φαίνεται ότι δηλώνει: Στην «Aποκάλυψη» του Ευαγγελιστή
Iωάννη υπάρχουν πολλές αλληγορίες. Ο λαϊκός μύθος είναι μια ~. || ανάλογη παράσταση σε
εικαστικό έργο: Πολλά από τα έργα του N. Γύζη είναι αλληγορίες. || (επέκτ., προφ., συνήθ. πληθ.)
αοριστολογία, περίπλοκη και ασαφής έκφραση: Mη μιλάς με αλληγορίες, λέγε καθαρά τι εννοείς.
απαρίθμηση
η [aparíθmisi] λεπτομερής έκθεση και αναφορά πραγμάτων ή γεγονότων κατά σειρά.
Πήγα στον μανάβη, στον μπακάλη, στον κρεοπώλη, στον ανθοπώλη, στον αρτοποιό (αντί του πήγα
να ψωνίσω). Συνήθως, τα απαριθμημένα αυτά πράγματα και γεγονότα συνδέονται με κόμμα.
παρομοίωση
η [paromíosi] H παρομοίωση του ύπνου με το θάνατο, του χρόνου που κυλάει σαν
νερό. || (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο για να τονίσουμε την ιδιότητα ενός προσώπου, ενός
πράγματος ή μιας ιδέας, το συσχετίζουμε με κάτι άλλο πολύ γνωστό που έχει την ίδια ιδιότητα σε
μεγαλύτερο βαθμό
η σύγκριση γίνεται με τις παρομοιαστικές λέξεις σαν, καθώς, όπως, λες κ.λ.π..:
Άστοχη / εύστοχη ~. Πρωτότυπη / τολμηρή ~.
παραλληλισμός
ο [paralilizmós] || (λογοτ.) σχήμα λόγου που συνίσταται στην επανάληψη μιας ή
περισσότερων εννοιών ή νοημάτων με παρόμοιες, με ισοδύναμες εκφράσεις ή εικόνες, π.χ.: «Ο
ύπνος τρέφει το παιδί κι ο ήλιος τα μοσχάρια».
υπερβολή
η [ipervolí] (γραμμ.) Στο σχήμα λόγου κατά το οποίο κάτι παρουσιάζεται με τέτοιον τρόπο
ώστε να ξεφεύγει από το πραγματικό και το συνηθισμένο και να προκαλέσει δυνατή εντύπωση
έχουμε Υπερβολή.
υπερβατός -ή -ό
[ipervatós]. (γραμμ.) συνήθ. στον όρο υπερβατό σχήμα, σχήμα λόγου σύμφωνα
με το οποίο μια λέξη απομακρύνεται από μια άλλη, με την οποία βρίσκεται σε στενή λεκτική ή
συντακτική σχέση, με την παρεμβολή μιας ή περισσότερων λέξεων, π.χ. «Mε τη δική σου ήρθα στον
κόσμο την ελπίδα » αντί «Mε τη δική σου ελπίδα ήρθα στον κόσμο». || (ως ουσ.): Προσοχή:
πολλά υπερβατά δημιουργούν ασάφεια στο κείμενο.
εγκιβωτισμός (
φιλολ.) αφηγηματική τεχνική κατά την οποία μια σχετικά αυτοτελής και εκτεταμένη
διήγηση περιέχεται μέσα σε άλλη: Tυπική δομή εγκιβωτισμού έχουν οι «Xίλιες και μία νύχτες», όπου
μέσα στο παραμύθι ενσωματώνονται άλλες μικρές ιστορίες που συνδέονται μεταξύ τους.
Επίσης: Όταν, αντί για μια λέξη ή φράση, χρησιμοποιούμε την αντίθετή της μαζί με άρνηση, τότε
έχουμε
σχήμα λιτότητας.
Όταν χρησιμοποιούμε το μέρος ενός συνόλου αντί για το σύνολο και αντίστροφα, την ύλη αντί για το
πράγμα που γίνεται από αυτήν ή εκείνο που παράγει αντί για εκείνο που παράγεται από αυτό, τότε
έχουμε
συνεκδοχή.
I...,96,97,98,99,100,101,102,103,104,105 107,108,109,110,111,112